Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ανδρέας Κάλβος «Εις Σάμον» - Απαγγελία

Tο παραπάνω βίντεο, με την απαγγελία των τριών πρώτων στροφών της ωδής «Εις Σάμον» του Ανδρέα Κάλβου, προέρχεται από παλαιότερο επετειακό αφιέρωμα του δημοσιογράφου & ποιητή Στέλιου Λουκά, με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (εκπομπή «Στη Γη της Μακεδονίας», Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης - TV100, 2021).

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Κριτικό σημείωμα της Διώνης Δημητριάδου

Μια προσπάθεια να ξετυλίξει το αρχαίο κουβάρι συνιστά η νέα ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα (Το πιο ωραίο τοπίο, Νησίδες, 2023). Κι αν δεν μπορεί η ποίηση να το πετύχει αυτό, τότε ποια άλλη δύναμη; Τριάντα τρία ποιήματα, ίδιου ύφους, διαφορετικού όμως βάρους, καθώς κάποια απηχούν πιο προσωπικούς δρόμους, ενώ άλλα συνταιριάζουν με τη μακρά ιστορία του κόσμου – μια ελπίδα εξισορρόπησης της πορείας του ανθρώπου μέσα στον διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλοντα χώρο. Συμβολικές οι λέξεις «Μεσαίωνας» και «Αναγέννηση», δεν αφορούν μόνο τη διαφορετικότητα στις ιστορικές περιόδους, αλλά μια ευρύτερη θεώρηση σκότους και φωτός, με την επίγνωση πως πρόκειται για μια συνθήκη διαρκούς εναλλαγής. Τι, άραγε, βρίσκεται μπροστά μας ως επόμενη κατάσταση, αλλά και ποια η δική μας (αν υπάρχει) παρέμβαση; Οι έννοιες «ελευθερία», «επανάσταση» απασχολούν τον ποιητή, χωρίς όμως να φέρουν μέσα τους την ελπίδα: Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε / χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο / χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος («Ένας ελεύθερος άνθρωπος»), περισσότερο να υποδηλώνουν το αδιέξοδο ή τη ματαιότητα της αντίδρασης σε όσα τελούνται γύρω μας χωρίς εμάς. Ο ποιητής συχνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, σε βουβό ακροατή, εν είδει συμβουλής, παρατηρώντας ίσως αθέατες για τους πολλούς τραγικές εξελίξεις – η παρατήρηση και η επισήμανση χαρακτηρίζουν άλλωστε τον σοβαρό ποιητικό λόγο. Αλλά και ένας φιλοσοφικός στοχασμός, δοσμένος με εύστοχο συμβολισμό, βρίσκεται εδώ για να υπενθυμίζει τον περιορισμό (ή και την ανυπαρξία) των ελεύθερων κινήσεων: Δεν γίνεται να μην πληρώσεις / προσπάθησαν πολλοί πριν από εσένα / ένα ψυχρό νεύμα του σκηνοθέτη / το μόνο που κατάφεραν. («Πληρώνεις πάντα») Η αίσθηση της μοναχικής πορείας έκδηλη παντού, όσο ο ποιητής αναζητεί τα «ίχνη» τα δικά του (ως προσωπική αλλά και συλλογική συνείδηση), όσο η ποίηση λειτουργεί ως μέσον έκφρασης και επικοινωνίας. Το πιο σημαντικό, η επίγνωση των ορίων, ακόμη και για τη διεισδυτική ματιά της ποίησης: το μέλλον είναι πάντα άδηλο / ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια / και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί / ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας / ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό. («Κάτι έλειπε»)

Διώνη Δημητριάδου

[περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 199, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2023, σ. 120]

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Για «Το παράδοξο του ζην»

[Συνέντευξη στην κριτικό λογοτεχνίας Ευσταθία Δήμου]

  • Ε.Δ.: [...] Το παράδοξο του ζην (Νησίδες, 2021) είναι μια ποιητική αφήγηση, ένα εκτενές ποίημα 430 στίχων. Με ποιον τρόπο η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου αλληλο-καθορίστηκαν; Προηγήθηκε η σύλληψη του θεματικού πυρήνα ή της ιδιαίτερης αυτής μορφής; Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι εξελίχθηκαν μαζί και από κοινού;

Δ.Σ.: Στο ποίημα υπάρχει ένας ρυθμός επανα-λαμβανόμενος, ένας ρυθμός «βηματισμού», που συνδέει, με την αυξομειούμενη έντασή του, μορφή και περιεχόμενο: βήματα, στάσεις, σπαράγματα διαδρομών μέσα στην κύρια διαδρομή, στερεότυπες διατυπώσεις, μοτίβα που επανέρχονται. Προτείνεται όμως έτσι και η άποψη ότι η ίδια η ζωή μας, ή έστω πολλά επιμέρους γεγονότα, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κείμενα, ότι αποτελούν «κείμενα» με την ευρύτερη έννοια. Μπορούμε να διαβάσουμε τα γεγονότα αυτά διακρίνοντας συντακτικά φαινόμενα και ασυνταξίες, ενδιαφέρον ή αδιάφορο περιεχόμενο, ιδιαίτερο ύφος, δομή, συγκεκριμένους εκφραστικούς τρόπους, ακόμη και γραφικό χαρακτήρα. Το αναπάντητο βέβαια ερώτημα είναι ποιος γράφει το κείμενο της ζωής μας, σε ποιον βαθμό είμαστε οι συγγραφείς του και σε ποιον αναγνώστες. Στο Παράδοξο του ζην μορφή και περιεχόμενο λειτουργούν σχεδόν ως μία έννοια, κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια διαδρομή. Δεν υπήρξε κανενός είδους σχεδιασμός πριν από τη σύνθεση ούτε συγκεκριμένες προθέσεις. Το ποίημα ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά και με βρήκε. Ακολούθησε όμως μεγάλη επεξεργασία επί ένα έτος.

 

 

  • Ε.Δ.: Ποιο είναι τελικά το παράδοξο της ζωής; Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως είναι η τέχνη;

Δ.Σ.: Πρόκειται για ερώτημα που, όσο και αν μοιάζει απλό στη διατύπωσή του, δεν έχει εύκολη ούτε μονοσήμαντη απάντηση. Επομένως θα απαντήσω περιφραστικά. Το ότι βρισκόμαστε εδώ, στη ζωή ή σε ό,τι λέμε «ζωή», είναι ήδη παράδοξο. Εφόσον δεχόμαστε ότι η τρέχουσα πραγματικότητα αποτελεί μέτρο της κανονικότητας, όλες οι επακόλουθες απόψεις μας θα απορρέουν από αυτήν την παραδοχή. Κάτι πολύ βολικό αλλά και πολύ απλοϊκό. Μου έρχονται μάλιστα στον νου οι ομάδες των αιρετικών ή των πιστών μιας ιδέας, που αφού αποδεχτούν ένα κείμενο ή μια άποψη ως απόλυτη αλήθεια του σύμπαντος ή ως αδιαπραγμάτευτη θέση, η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από αυτήν την «αλήθεια». Αν και δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, ίσως οι περισσότεροι ζούμε μέσα σε παρόμοια πλαίσια απόψεων, που θυμίζουν τις κουρτίνες συσκότισης σε ένα δωμάτιο. Εάν αρνηθούμε αυτήν την αξιωματική περί κανονικότητας θέση, όλα ανατρέπονται και ο κόσμος ξαναγεννιέται. Θα είναι όμως στο εξής δυσερμήνευτος. «Μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου», για να το πω με στίχους του Βιζυηνού. Είναι σαν να τραβάμε στην άκρη τις κουρτίνες, όχι μόνο για να φωτιστεί το δωμάτιο, αλλά και για να κοιτάξουμε λίγο πιο έξω. Θα περάσουμε όμως δύσκολα για ένα διάστημα, ή και για πάντα, αφού ο προσωπικός μας κόσμος έχει χτιστεί γύρω από σαθρές ή ψεύτικες βεβαιότητες.

  • Ε.Δ.: Ο κεντρικός ήρωας της ποιητικής αυτής περιήγησης είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτηριστικά. Θεωρείτε πως αυτός ο χαρα-κτήρας βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα και την αλήθεια ή πιο κοντά στη λογοτεχνία και το «ψέμα» της;

Δ.Σ.: Στο Παράδοξο του ζην δεν γνωρίζουμε για το κεντρικό πρόσωπο ούτε το όνομα ούτε το φύλο ούτε τον ανθρώπινο περίγυρό του. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Έτσι βέβαια από τη μία προβάλλονται πιο εύκολα ιδέες ή προκαταλήψεις του αναγνώστη στο πρόσωπο αυτό, μέχρι του σημείου της ταύτισης. Το σχόλιο που άκουσα αρκετές φορές για το ποίημα είναι ότι γίνεται «προσωπικό». Από την άλλη όμως, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένες πληροφορίες ή χαρακτηριστικά σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητας, την καταγωγή, τους φίλους ή το πολιτισμικό του υπόβαθρο, πράγματα δηλαδή που επί της ουσίας μπορεί να μη σημαίνουν και τίποτα, είναι ένας άνθρωπος με όλο το βάρος αυτής της λέξης, ένας άνθρωπος που ξαφνικά αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να δώσει απαντήσεις και στα πιο ασήμαντα ερωτήματα. Συνειδητοποιεί τον βαθμό της άγνοιάς του, αλλά αυτό σίγουρα δεν τον παρηγορεί. Καμιά φορά η επανάπαυση στις προκατασκευασμένες απαντήσεις προκαλεί εφησυχασμό, που είναι βέβαια ψευδεπίγραφος. Οπωσδήποτε υπάρχουν στο έργο ενδολογοτεχνικές (αλλά όχι διακειμενικές) αναφορές και οφειλές στον Κάφκα, στον Τζόυς, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, στην ομηρική Οδύσσεια και αλλού. Θα πρέπει να αναφέρω και το ποίημα του Έλιοτ Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεδ Προύφροκ, που λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ως πυροδότης στο ξεκίνημα της σύνθεσης.

  • Ε.Δ.: Το βιβλίο σας έχει έναν καθαρά φιλοσοφικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, όμως, πατά γερά στο έδαφος της πραγματικότητας, έχει, δηλαδή, έναν γήινο χαρακτήρα. Σε ποιον βαθμό σας δυσκόλεψε αυτή η υφιστάμενη διάσταση ή, μάλλον, απόσταση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους και πώς κατορθώσατε να τη γεφυρώσετε;

Δ.Σ.: Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο, ο οποίος έχει μεν τη δική του ολοκληρωμένη σημασία, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει και στα φιλοσοφικά παράδοξα και ιδιαίτερα στο «παράδοξο του Ζήνωνα». Το κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα είναι ένας άνθρωπος που ξεκινά το πρωί από το σπίτι του, για να περπατήσει στη συνηθισμένη του διαδρομή στην πόλη. Συμβαίνει ό,τι περίπου και τις άλλες φορές. Με τη διαφορά ότι ξαφνικά αυτό το συνηθισμένο σκηνικό τού φαίνεται ξένο και ανερμήνευτο. Όλα είναι ίδια και ταυτόχρονα όλα είναι διαφορετικά. Ο φόβος και μια βαθιά ανασφάλεια άγνωστης προέλευσης παίρνουν πλέον τη θέση της προηγούμενης οικειότητας με τον χώρο. Νομίζω ότι, εάν πράγματι έχει γεφυρωθεί στο έργο η διάσταση μεταξύ φιλοσοφικού προσανατολισμού και απτής πραγμα-τικότητας, αυτό οφείλεται στο εξής: η αποξένωση που νιώθει το κεντρικό πρόσωπο από το περιβάλλον του και η αδυναμία να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν, δεν περιγράφονται με θεωρητικές έννοιες ή με σύνθετο τρόπο, αλλά με συνηθισμένες εικόνες της καθημερινότητας όλων μας. Όταν έγραφα το ποίημα, και στη συνέχεια όταν το επεξεργαζόμουν, υπήρχε διαρκώς η ισχυρή παρόρμηση να πω κάτι περισσότερο, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να δικαιολογήσω, να παρέμβω, να μιλήσω πιο θεωρητικά, να εκφράσω άποψη, να πάρω θέση, να δώσω στο όλο θέμα ιστορική ή και ιδεολογική χροιά μέσω συγκεκριμένων αναφορών σε φιλοσοφικές και άλλες θεωρίες. Αντιστάθηκα μέχρι τέλους σε αυτήν την παρόρμηση, κάτι που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, λειτούργησε υπέρ του ποιήματος και της αναγνωστικής απόλαυσης.

[Η συνέντευξη που παραχώρησε στην Ευσταθία Δήμου ο Διονύσης Στεργιούλας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η οδοντωτός, τχ. 1, 2023, σ. 270-272.]

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Θα μιλούν για σένα*

 
Μόνο οι λέξεις θα σου δώσουν την αγάπη
που τόσα χρόνια έχεις στερηθεί.
Μόνο οι λέξεις θα ξυπνήσουν μέσα σου
την επανάσταση που κάποτε ονειρεύτηκες.
Μόνο οι λέξεις θα μιλούν για σένα
και για το βιαστικό σου πέρασμα
όταν όλα θα έχουν ξεχαστεί.
Γι’ αυτό φτιάξε απόθεμα από λέξεις
δώσ’ τους αέρα να αναπνεύσουν
δώσε τους ουρανό για να πετάξουν
κι άσε τους άλλους να σωρεύουν
αχρείαστα στολίδια στα συρτάρια τους
αχρείαστα κτερίσματα εν ζωή.
 
[*περιοδικό Θευθ, τχ. 18, Δεκ. 2023, σ. 61]



Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Οι «Σκέψεις ενός ληστού» και oι σκέψεις ενός βοσκού*

Το «Όνειρο στο κύμα» (1900) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα σύνθετο διήγημα, με τμήματα που μοιάζουν να έχουν συνενωθεί το ένα με το άλλο, αλλά από έναν μάστορα του είδους. Κάποια από τα διαφορετικά αυτά τμήματα σχετίζονται με τον υπάλληλο του δικηγορικού γραφείου της πρωτεύουσας, με την ιστορία του μοναχού Σισώη, με τον κυρ Μόσχο και την ιδιοκτησία του, με την τοπογραφία της ακτής, και φυσικά με την κεντρική σκηνή, που έδωσε και τον τίτλο στο έργο. Καθεμία από τις επιμέρους αυτές ιστορίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί και ως αυτοτελές διήγημα. Δεν αποκλείεται ο Παπαδιαμάντης να σχεδίαζε κάτι άλλο και στην πορεία το διήγημα να εξελίχθηκε διαφορετικά, να πήρε «άλλη τροπή». Ή, αφού είχε τυπικά ολοκληρωθεί, να προστέθηκαν αργότερα νέοι πυρήνες περιεχομένου.

Μία από τις δυσκολίες των μελετητών του «Ονείρου στο κύμα» σχετίζεται με το πλήθος και την ποικιλομορφία των πιθανών λογοτεχνικών πηγών και των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα που καθρεφτίζονται στις περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες λέξεις του. Είναι τέτοιο το εύρος της θεματολογίας, των συμβόλων και των ερμηνευτικών δυνατοτήτων που προσφέρει το συγκεκριμένο διήγημα, ώστε η ανίχνευση των πηγών και οι προτάσεις ερμηνείας είναι σχεδόν αδύνατο να ολοκληρωθούν κάποτε. To διήγημα ακολουθεί θεματολογικά, σε έναν βαθμό, και τη μακραίωνη παράδοση της βουκολικής ποίησης. Όπως παρατηρεί ο Ν. Γ. Πεντζίκης στην Πραγματογνωσία, ο κόσμος του Παπαδιαμάντη «ζωντανεύει στη θύμηση στίχους των θεοκριτικών ειδυλλίων».1 Ο ποιητής Μόσχος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του λογοτεχνικού είδους, έζησε στις Συρακούσες τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ο τίτλος του έργου του Έρως δραπέτης παρουσιάζει ομοιότητα με τον παπαδιαμαντικό τίτλο «Έρως – Ήρως» (1897). Ίσως η επιλογή του Παπαδιαμάντη να δώσει στον γαιοκτήμονα και ιδιοκτήτη του πύργου το πολύ σπάνιο όνομα Μόσχος, το οποίο επαναλαμβάνεται ως «Μοσχούλα» στο κορίτσι και στο αγαπημένο ζώο του βοσκού, αποτελεί μία ακόμη πλάγια αναφορά στον αρχαίο ποιητή.2

Όταν άρχισα να διαβάζω το έργο του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου3 Σκέψεις ενός ληστού, ή η καταδίκη της κοινωνίας, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1861 από τον δεκαοκτάχρονο τότε συγγραφέα,4 αμέσως θυμήθηκα την αναπόληση της νεανικής του ηλικίας από τον πρωταγωνιστή του «Ονείρου στο κύμα» και ακόμη τη σχέση του με τη φύση και το αίσθημα ελευθερίας που ένιωθε όταν ακολουθούσε στους ερημότοπους το κοπάδι του μοναστηριού. Πιο πολύ από περιέργεια, έψαξα να βρω αν υπήρχε μεταγενέστερη έκδοση του έργου, που να είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν τη δημοσίευση του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, όπου θα ήταν πιθανό ο Σκιαθίτης να το είχε διαβάσει και να είχε με κάποιον τρόπο επηρεαστεί. Όμως δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του συγγραφέα που κυκλοφόρησαν το 18975 και δεν υπάρχει καταγεγραμμένη άλλη έκδοση του 19ου αιώνα που να ακολούθησε εκείνη του 1861. Δεν αποκλείεται να πρόκειται απλώς για «κοινό τόπο», ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο Παπαδιαμάντης δεν γνώριζε το έργο αυτό του Δ. Παπαρρηγόπουλου.

Στις Σκέψεις ενός ληστού ο συγγραφέας σχολιάζει αρνητικά την κοινωνία του 19ου αιώνα και συγκρίνει τη ζωή στις πόλεις με τη ζωή στη φύση. Μια ανάλογη σύγκριση συναντάμε και στο «Όνειρο στο κύμα».6 Ο κεντρικός ήρωας, δικηγόρος που εργάζεται ως βοηθός σε γραφείο «επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτού», είναι απολύτως απογοητευμένος από τον τρόπο που εξελίχθηκε η ζωή του στην πόλη. Θυμάται με νοσταλγία την περίοδο που ήταν ακόμη «φυσικός άνθρωπος»7 και σε ηλικία 18 ετών είχε την τύχη να ζήσει κάτι μοναδικό. Κάτι για το οποίο «συνωμότησαν» το ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον μιας απομονωμένης γωνιάς του νησιού του. Επειδή όμως δεν σκέφτονται όλοι οι αναγνώστες λογοτεχνικών έργων με τον ίδιο τρόπο (και ίσως η σύνδεση των δύο έργων θεωρηθεί τολμηρή), παραθέτω μερικά σύντομα αποσπάσματα του έργου του Παπαρρηγόπουλου:

Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. [...] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού. (σ. 5)

Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς· αλλ’ όχι· η καρδία ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ού μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος, καθαρός· ουχί, ως εις υμάς, μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχοφόρα περιεπλανώντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω έν άνθος και έν φίλημα· (σ. 10)

Όσον περισσοτέραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι· (σ. 16)

Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις, αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς· φέρει τον νουν προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δεικνύει συγχρόνως, ότι αν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού. (σ. 24)

Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς· διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκείς ημών σύντροφοι. (σ. 25)

Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτισμένοι· δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν [...]. (σ. 27)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλληλη ανάγνωση που εδώ επιχειρείται, αφορά μόνο τη συγκεκριμένη παράμετρο των δύο έργων και όχι εν γένει το περιεχόμενό τους. Η σύγκριση πόλης-φύσης και ειδικά η εξιδανίκευση του φυσικού περιβάλλοντος (συχνά με τη μορφή του «αρκαδικού ιδεώδους») αποτελούν συνήθη θέματα στην παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης. Το γεγονός ότι ο ήρωας του Παπαδιαμάντη θεωρούσε αντιζήλους και ανταγωνιστές του τους αγροφύλακες (δηλαδή εκείνους που αντιπροσωπεύουν στο διήγημα την κρατική εξουσία) και ότι θεωρούσε κτήμα του τους καρπούς των ξένων αμπελιών και περιβολιών δεν τον κατατάσσει στους παρανόμους. Πρόκειται εξάλλου για άνθρωπο της Εκκλησίας, υπεύθυνο για το κοπάδι ενός μοναστηριού. Με ανάλογο τρόπο στο διήγημα του Παπαρρηγόπουλου οι αναφορές του ήρωα-αφηγητή στον Θεό δεν τον κατατάσσουν στους πιστούς χριστιανούς.

Διονύσης Στεργιούλας

 

1 Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Πραγματογνωσία, Κείμενο σε συνέχεια, Θεσσαλονίκη, 1950, σ. 60.

2 Στις εκδόσεις του παπαδιαμαντικού έργου υπάρχει μόνο μία αναφορά στον Μόσχο. Το κείμενο όμως που την περιλαμβάνει θεωρείται πλέον νόθο (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νέα Εστία, τχ. 1704, 1998, σσ. 908-920).

3 Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1843 και πέθανε νεότατος από εγκεφαλική συμφόρηση στην ίδια πόλη το 1873. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος.

4 «Τυπογραφείον Δ. Αθ. Μαυρομμάτη», 30 σελίδες, χωρίς όνομα συγγραφέα.

5 Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα.

6 Στη σχέση φύσης και πόλης στο διήγημα αναφέρεται η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη στο βιβλίο της Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910 (εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1987). Παρατηρεί μεταξύ άλλων (σ. 270): «Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυροτέρου».

7 «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...».

[*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σταφυλή, τχ. 5, Οκτώβριος 2023, σ. 109-112]



Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ο χείμαρρος, ο καταρράκτης, η ποίηση*

 
Το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Το ξερριζωμένο δέντρο» δημοσιεύτηκε το 1868 στον πρώτο τόμο (Μνημόσυνα και έτερα ανέκδοτα) του δίτομου έργου του Ποιήματα Αριστοτέλους Βαλαωρίτου. Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή, που είναι ένα ολοκληρωμένο, αυτοτελές και καλογραμμένο κείμενο, ο ποιητής δίνει πληροφορίες για τις αντικειμενικές συνθήκες που κινητοποίησαν την έμπνευσή του. Η Μαδουρή, το μικρό ιδιόκτητο νησί του, βρίσκεται κοντά στην ακτογραμμή της Λευκάδας, ακριβώς απέναντι από το σημείο όπου εκβάλλει τα ύδατά του το ρέμα Δημοσάρι.

Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. [...] Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι.

Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του.

Η περιγραφή αυτή θυμίζει το γνωστό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στα ρέματα που έγιναν χείμαρροι και στον ποταμό που κατέβασε πολύ νερό, παρασύροντας ό,τι έβρισκε στον δρόμο του: μεγάλες πέτρες («λιθάρια ριζωμιά»), «δέντρα ξεριζωμένα», μια μηλιά φορτωμένη με μήλα. Η σκηνή με το ξεριζωμένο δέντρο, που περιγράφει ο Βαλαωρίτης και που έδωσε τον τίτλο στο ποίημά του, αν και φαίνεται ότι προέκυψε από ένα πραγματικό γεγονός, δεν αποκλείεται να οφείλεται παράλληλα και στην απήχηση που είχε βρει μέσα του το γνωστό αυτό τραγούδι, το οποίο πιθανότατα γνώριζε, για τον επιπλέον λόγο ότι μία από τις παραλλαγές του είχε δημοσιευθεί το 1860 στον τόμο Τραγούδια Ρωμαίικα / Popularia carmina Graecia recentioris του Arnoldus Passow, υπό τον τίτλο «Οι Κοντογιαναίοι». Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην κατηγορία των Κλέφτικων. Ο Βαλαωρίτης έγραψε το δικό του ποίημα για να υμνήσει τον φυγά Αργύρη, έναν παράνομο αλλά γενναίο Λευκαδίτη, που προδόθηκε από φίλους του. Η φράση του Βαλαωρίτη «σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα» μοιάζει με τον τέταρτο στίχο του τραγουδιού:

Συννέφιασεν ο ουρανός, πάλε να βρέξει θέλει,
Κατέβασαν τα ρέματα, γεμίζουν τα λαγκάδια,
Κατέβασε κι ο Ζάστανος πολύ νερό που φέρνει·
Φέρνει λιθάρια ριζωμιά, δέντρα ξεριζωμένα,
Φέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη·
Κι απάνω πό τα μήλα της τριά δέλφι αγαπημένα.
Το ν ήταν ο γραμματικός, τ άλλο ο Παναγιώτης,
To τρίτο το καλύτερο ήτον ο καπετάνιος.[...]

Και συνεχίζει ο επτανήσιος ποιητής, εξηγώντας πώς το συγκεκριμένο γεγονός ξύπνησε μέσα του μνήμες και συνειρμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του ποιήματος. Στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν επιγραμματικό ύμνο στην ποίηση:

Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο».

Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος.

Διαβάζοντας την εισαγωγή του Βαλαωρίτη ήρθε στον νου μου και ένα πολύ μεταγενέστερο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου, με τίτλο «Αμούρ Αμούρ» (1939), που δημοσιεύτηκε, εν είδει εισαγωγής και αυτό («Αντί προλόγου»), στο βιβλίο του Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία. Η μία εικόνα θυμίζει την άλλη. Ο Εμπειρίκος αναφέρεται (υπονοώντας πιθανώς και το ασυνείδητο) σε έναν καταρράκτη που αντίκρισε στην Ελβετία. Εστιάζει στη συνεχή ροή του ορμητικού ρεύματος και συνδέει αυτήν την κίνηση με τον ποιητικό λόγο. Ο παλαιότερος ποιητής γράφει «παρήγαγεν εμοί την ιδέαν» και ο νεότερος χρησιμοποιεί τη φράση «μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα». Η ορμητική κίνηση του νερού συνδέεται και στις δύο περιπτώσεις, με τρόπο απρόσμενο αλλά φυσικό, με τη λειτουργία της ποίησης. Γράφει ο Εμπειρίκος:

Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.

Το μεγαλύτερο ωστόσο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην εισαγωγή του ποιήματος «Το ξερριζωμένο δέντρο», αλλά στο περιεχόμενό του. Ο διάλογος του αφηγητή με το δέντρο, η σύνδεση του δέντρου με το φυσικό και με το ανθρώπινο περιβάλλον, καθώς και η αντιμετώπισή του ως ανώτερης μορφής ζωής, τουλάχιστον ισότιμης με τον άνθρωπο, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο σε ένα δέντρο, αλλά πιθανώς στην ίδια τη φύση, με την οποία ο άνθρωπος δεν συνυπάρχει απλώς ή αλληλεπιδρά, αλλά έχει και άμεση αλληλεξάρτηση. Ως έναν βαθμό η ζωή και ο θάνατος του αφηγητή συμβαδίζουν με τη ζωή και τον θάνατο του δέντρου. Με σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για «οικολογικές ευαισθησίες» του ποιητή. Εάν λάβουμε υπόψη παρόμοιες παραμέτρους, ανοίγονται νέοι ερμηνευτικοί δρόμοι για το συγκεκριμένο ποίημα και επιπλέον αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο σύνολο του έργου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ενός έργου που – ίσως άδικα – συνοδεύεται έως σήμερα από τα στερεότυπα ερμηνευτικά και προσληπτικά σχήματα των αναγνωστών του 19ου αιώνα. 

Δ. Στεργιούλας

*Περιοδικό Μικροφιλολογικά, τχ. 54, φθινόπωρο 2023, σ. 13-15. 





Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

«Τοπίον, το της επαγγελίας»*

Ερευνώντας «Το πιο ωραίο τοπίο» στο ομώνυμο βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα

1. Eισαγωγή:

«Έλα να σου δείξω το πιο όμορφο τοπίο», υπόσχεται ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας, όμως ο αναγνώστης στέκεται αμήχανος μπροστά στο ολόμαυρο εξώφυλλο του βιβλίου. Τα λευκά κεφαλαία γράμματα του τίτλου δεν είναι ικανά να σώσουν την κατάσταση. Θα έλεγα μάλιστα, πως υπογραμμίζουν με τον πιο έντονο τρόπο την κυριαρχία του μαύρου. Μα πού είναι το τοπίο, χωρίς ούτε καν μια εισαγωγική εικόνα; Έπειτα ο αναγνώστης φέρνει στον νου κι άλλο κατάμαυρο εξώφυλλο του ποιητή (ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Νησίδες, 2019), κι αποδίδοντας τη χρωματική επιλογή στην αισθητική και το προσωπικό στυλ του δημιουργού, προχωρά στα ενδότερα. Αυτό που τον περιμένει είναι μια ποίηση άκρως φιλοσοφημένη, όμως φαινομενικά πολύ απλή. Όπως έγραφα και πιο παλιά, αυτή η φαινομενική απλότητα, είναι τελικά το πιο δυνατό στοιχείο της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα.



2. Αδιάκοπη ροή του χρόνου:

Περισσότερα από τα μισά ποιήματα του βιβλίου αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον χρόνο που περνά και καταλύει τα πάντα: Σύμφωνα με τον ποιητή μας, ούτε «Νέα Εποχή» υπάρχει, ούτε «Αρχαιότητα», ούτε «Μεσαίωνας». Τα πάντα εξαρτώνται από το χρονικό σημείο που επιλέχθηκε ως σημείο αναφοράς ή ως «οπτική γωνία παρατήρησης». Επειδή τα πάντα ρέουν και τίποτα δε μένει σταθερό και καθώς τα πάντα είναι σχετικά κι όχι απόλυτα, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως οι πρόγονοί μας οργάνωναν τη ζωή τους και σχεδίαζαν το δικό τους μέλλον, χωρίς να βάζουν στον νου τους πως θα ερχόμασταν εμείς αργότερα να ονομάσουμε την εποχή τους «αρχαίο κόσμο».

Ο ποιητής ισχυρίζεται πως οι θηρευτές προηγούνται των θηραμάτων. Μάλιστα, τα θηράματα δημιουργήθηκαν πιο μετά, για χάρη των θηρευτών. Επίσης, το χορτάρι δημιουργήθηκε για να έχουν να τρων τα φυτοφάγα θηράματα. Για να έχει χώρο και τρόπο ανάπτυξης το χορτάρι, δημιουργήθηκαν αντίστοιχα για χάρη του, το χώμα και το νερό. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα οντολογική-υπαρξιακή προσέγγιση της ζωής, καθώς ο ποιητής τονίζει με έμφαση πως σκοπός κι αιτία ταυτίζονται, ή αλλιώς, ότι η ανάγκη γεννάει τα όντα: Πρόκειται για την ανάγκη να καλυφθούν πολύ συγκεκριμένα κενά στην αλυσίδα της δημιουργίας. Αν μπορούσαμε να σταθούμε κάπου έξω από τον χρόνο, χωρίς να έχει πια σημασία, ούτε το «πριν», ούτε το «μετά», αυτή η φιλοσοφική ματιά του ποιητή θα έδειχνε εξαιρετικά ελκυστική.

Σκέψεις αρχαίου ποιητή

Για την αλήθεια δε γνωρίζω τίποτα

μα έχω μάθει να παρατηρώ:

Τα φύλλα πέφτουνε στη γη

το δέντρο τρέφεται απ’ τη γη

και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο

και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο.

Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν

στις τωρινές νέες ιδέες σου

και σε όλα εκείνα που ακόμη

δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί.

Και είναι πάντοτε κρυμμένη

μέσα στο πλήθος των συλλογισμών

η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη.

Σύμφωνα με τη γνωστή σωκρατική ρήση, η πρώτη αληθινή μας γνώση είναι η συνειδητοποίηση της άγνοιας. Έτσι ο ποιητής μιλάει για την αιώνια κίνηση του κόσμου, για τα φύλλα που πέφτουν στη γη, για να γίνουν λίπασμα και να τραφεί το δέντρο, που θα ξαναβγάλει φύλλα, που θα ξαναπέσουν στη γη, στους αιώνες των αιώνων. Οι ιδέες δείχνουν να παλιώνουν και να ξεπερνιούνται. Όλοι έχουν την εντύπωση πως νέες ιδέες έρχονται να ενθουσιάσουν τους ανθρώπους και να επικρατήσουν. Στην πραγματικότητα, το παλιό επιβιώνει πάντα μέσα στο νέο, ή καλύτερα, καθετί νέο ταυτίζεται με καθετί παλιό, αφού οι παλιές ιδέες, αν και φαινομενικά νεκρές, ξαναζούν στις τωρινές και σε όσες ακόμα δεν ήρθαν, αφού τα πάντα εναλλάσσονται κυκλικά κι αθόρυβα.

Έτσι με αμηχανία στεκόμαστε απέναντι στα πιο απλά πράγματα, αδυνατώντας να τα ονομάσουμε και να τα χαρακτηρίσουμε. Είναι δύσκολο να μιλήσουμε ακόμα και για τα πιο απλά κι αυτονόητα συμβάντα της ζωής. Πού οφείλεται αυτή η άγνοια; Γιατί κατέχουμε πάντα ένα ελάχιστο μόνο μέρος της αλήθειας; Φταίνε οι αισθήσεις που μας ξεγελούν; Ευθύνεται -ίσως- ο τόσο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τη ζωή;

Μιλάμε για τη βροχή

Μιλάμε για τη βροχή.

Αλλά η βροχή δεν είναι απλώς

μια λέξη σαν τις άλλες λέξεις

είναι μια λέξη που ποτέ

δεν φτάνει μόνη της εδώ

τη συνοδεύει πάντα η μελαγχολία

τη συνοδεύει πάντα ο ήχος «όχι».

 

Μιλάμε για τη βροχή.

Αλλά ποιος ξέρει να μου πει

τι πράγμα είναι η βροχή;

Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι

οι σταγόνες πάνω στο τζάμι

το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;

Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν

τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία

η μουσική πάνω στη στέγη;

Μπορεί ο καθένας μας να συνεχίσει τις παραπάνω εικόνες, ανάλογα με τα δικά του βιώματα, τις καθαρά προσωπικές αποθηκευμένες εικόνες του μυαλού του. Γιατί ο καθένας μας βιώνει διαφορετικά αυτόν τον ίδιο κόσμο μας. Στο ποίημα «το αρχαίο κουβάρι», ο ποιητής μιλάει για το νήμα που απλώνει διαρκώς  πίσω του ο άνθρωπος στις δαιδαλώδεις στοές του χρόνου, καθώς περνούν οι εποχές, τα χρόνια, κι οι αιώνες, χωρίς σταματημό. Αυτό το αρχαίο κουβάρι αφορά τους πάντες και τα πάντα και φυσικά, ακουμπάει και στη δική μας μικρή κι ασήμαντη ζωή.

Εκείνοι

Είχαν βγει στους κεντρικούς δρόμους

φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα.

Μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά

και αγόραζαν ψεύτικα κοσμήματα

από πάγκους των πεζοδρομίων.

Μερικοί μάς κοίταζαν φευγαλέα

αλλά οι περισσότεροι αδιαφορούσαν

για τη δική μας παρουσία.

Κάπου κάπου ένα λευκό αυτοκίνητο

περνούσε προσεκτικά ανάμεσά τους.

Περπατούσαμε μόνοι και βιαστικοί

και γύρω μας ένα πλήθος που γιόρταζε.

Να, λοιπόν, μια φαινομενικά απλή σκηνή του δρόμου, απέναντι στην οποία οι περισσότεροι θα έμεναν αδιάφοροι: Καλοντυμένοι άνθρωποι ψωνίζουν απ’ τους πάγκους ψεύτικα κοσμήματα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εορταστική. Κι ανάμεσά μας εμείς -αλήθεια ποιοι;- σε άλλο χρόνο, σε άλλο τέμπο, σαν να έχουμε συνενώσει δύο διαφορετικές κινηματογραφικές ταινίες, λες και θα ήταν ποτέ δυνατό να δούμε τον κόσμο γύρω μας, ταυτόχρονα, με δυο εντελώς διαφορετικές ματιές, σε δυο διαφορετικούς χρόνους. Οι άλλοι, χαμένοι στη γιορτινή τους ατμόσφαιρα, με ψεύτικες μικρές χαρές που κοστίζουν ελάχιστα, κι εμείς ανάμεσά τους με ταχύτητα να προσπερνάμε. Αλήθεια, για πού; Ποιο είναι το νόημα της βιασύνης; Ίσως είναι σωστό -λέει ο ποιητής- να ονομάσουμε τα δευτερόλεπτα αιώνες και τους αιώνες δευτερόλεπτα. Άλλωστε, δεν έχει νόημα ο χρόνος, αν όλα ρέουν αδιάκοπα, κυκλικά, αν όλα επαναλαμβάνονται, αν όλα είναι νέα και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο παλιά.

3. Ο ελεύθερος άνθρωπος:

Ένας ελεύθερος άνθρωπος

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε

(δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)

αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη

αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε

και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.

 

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε

χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο

χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.

Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι

τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο

κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει

τι τον έκανε να επαναστατήσει.

Το ποίημα αυτό μου θύμισε πολύ τη στιχουργική του Διονύση Στεργιούλα στο άλλο του ποιητικό βιβλίο που είχα την τύχη και τη χαρά να παρουσιάσω, το «Παράδοξο του ζην»: Απλότητα, ποιητικός ρεαλισμός και μια δυνατή δόση θεατρικότητας, σαν να στέκονται όλοι γύρω  σε έναν κύκλο κι απορημένοι αντικρίζουν τον «ελεύθερο άνθρωπο». Επειδή αποτελεί φιλοσοφικό ερώτημα «ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος», η διερεύνηση τέτοιων θεμάτων δεν θα μπορούσε να χωρέσει στους στίχους ενός μόνο ποιήματος, κι έτσι ο ποιητής μάς δίνει την εξήγηση με συντομία. Ελεύθερος δεν είναι μόνο όποιος μισεί την ανελευθερία και τα δεσμά που κάποιοι άλλοι του έχουν επιβάλλει. Είναι εκείνος που διεκδικεί αυτά που ποθεί η ψυχή του, ακόμα κι αν στα μάτια των άλλων αυτό δείχνει ουτοπιστικό ή ανόητο. «Ενώ δεν του έλειπε τίποτα», «στα καλά καθούμενα», όπως θα λέγαμε αλλιώς, ο ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε απέναντι στον χρόνο που περνά. Ζήτησε να δει ξανά και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία. Ζήτησε μια μικρή, σύντομη έστω, επιστροφή στο παρελθόν, για να θυμηθεί όσα τότε έβλεπε, μα κυρίως, για να αισθανθεί, όσα αισθανόταν τότε και τα έχει ξεχάσει. Αυτή η νοερή επιστροφή ήταν μια μικρή επανάσταση ενός ελεύθερου ανθρώπου, αφού όλοι είμαστε δούλοι του χρόνου που μας καταδυναστεύει. Σε άλλο ποίημα, («Κόκκινο άνθος στο υπόγειο»), ο ποιητής τονίζει πως η καθεμιά επανάσταση, απαιτεί ένα βαθύ υπόγειο, ώστε να μεγαλώσει «εν κρυπτώ», χωρίς φως, σαν ένα κατακόκκινο λουλούδι, ίδιο με τη φωτιά που σκορπά το δέος. Θα έλεγα λοιπόν πως η ελευθερία πηγάζει πάντα από τα πιο σκοτεινά μας μέρη, από το απλησίαστο κι ανερμήνευτο ασυνείδητο.

Ο ποιητής διδάσκει πως αν κάποιος προσπαθεί «να είναι ο εαυτός του», επιλέγει χωρίς να το συνειδητοποιεί τη στασιμότητα, την αδράνεια, την απάθεια, την επανάληψη που κουράζει κι εξοντώνει. Όταν όμως κάποιος τολμά να ξεντυθεί τον εαυτό του, σπάει το καλούπι κι ελευθερώνεται απέναντι σ’ αναρίθμητες δυνατότητες κι επιλογές. Το να αλλάζει κανείς ρόλους σημαίνει πως αμφισβητεί τα πάντα, ακόμα και την ίδια του την ταυτότητα, τα δικά του λόγια και τις δικές του πράξεις, κι όχι μόνο παύει να ζει στη μονοτονία και την πλήξη, αλλά ξάφνου τα πάντα γίνονται καινούρια, και γι’ αυτό συναρπαστικά. Έξω λοιπόν από το ίδιο μας το σώμα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Συμβουλεύει να είμαστε «πλάνητες» κι όχι «δορυφόροι». Να προτιμούμε τις «ηλιόλουστες νύχτες» κι όχι τις «σκοτεινές μέρες». Να επιθυμούμε τις «βόλτες στα βιβλία», αντί για τον «περίπατο στο δάσος», γιατί κανείς ποτέ δεν είναι ικανός κι άξιος να ορίσει το δικό μας «σωστό» ή το δικό μας «λάθος». Δικαιούμαστε το πολύτιμο δώρο της ατομικότητας, αφού οι επιλογές μας αφορούν εμάς και μόνον εμάς.

4. Η ποιητική τέχνη:

Ο ποιητής δεν αναπαύεται στη γαλήνη και την μακαριότητα της τέχνης του. Το ποίημα συχνά βουτάει στα βαθιά της ζωής, χάνεται στις φτωχογειτονιές, αφουγκράζεται παράπονα, αντικρίζει ανθρώπινα ναυάγια και τέλος με τα φτερά του ανοιχτά, ως άγγελος, μια γίνεται προστάτης και μια τιμωρός πάνω απ’ την πόλη. Ο ποιητής νιώθει παντού ξένος: Όταν ταξιδεύει, όταν μένει στο σπίτι του, όταν κοιτάει τον ουρανό, όταν αρκείται στα γήινα, όταν σμίγει με τον κόσμο κι όταν κλείνεται στον εαυτό του. Το ιαμβικό μέτρο που μιμείται τους χτύπους της καρδιάς, κρύβει μέσα του κόσμους άγνωστους, χαμένους.

Ο ποιητής ισχυρίζεται πως η απομόνωση, η σιωπή, η απομάκρυνση από τον θόρυβο των ανθρώπων οδηγούν ευκολότερα στην αρετή, παρά ο αδιάκοπος συγχρωτισμός με τα πλήθη. Στο σημείο αυτό, άθελά μου φέρνω στον νου μου τους πασίγνωστους στίχους του Αλεξανδρινού Δασκάλου:

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν  ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

 (Κωνσταντίνος Καβάφης, «Όσο μπορείς»)

5. Περί του τοπίου (ή των τοπίων):

Τελικά, ποιο είναι το πιο ωραίο τοπίο που ο ποιητής υποσχέθηκε να μοιραστεί μαζί μας; Μελετώντας πολύ  προσεκτικά το βιβλίο κι αναζητώντας στίχους που να αναφέρονται στην έννοια του τοπίου, εντόπισα στη σελίδα 26, στο ποίημα με τίτλο «Έκρυβε την παρουσία του», τους παρακάτω στίχους:

[…]

Αν η περιπλάνηση σε οδηγήσει

σ’ ένα τοπίο απέριττο και απλό

θεώρησέ το το πιο ωραίο δώρο

και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου.

Στην ακριβώς απέναντι σελίδα (27) υπάρχει το μόνο ποίημα που περιέχει στον τίτλο του την έννοια του τοπίου:

Τοπίο δυσανάγνωστο

Μες στην ακινησία το βλέμμα διακρίνει

την πιο ασήμαντη κίνηση

αλλά στην κίνηση το μάτι ξεχωρίζει

αυτό που μένει ακίνητο.

Έτσι διάβαζα τα τοπία κάποτε.

Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου

ένα τοπίο δυσανάγνωστο

με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα

με δέντρα που κινούνται και πετούν

και με πουλιά που μένουν ριζωμένα.

 Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις

γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι

που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο.

Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα

για να μπορέσω να σε συναντήσω.

Η ζωή είναι αινιγματική από τη φύση της και γι’ αυτό τα τοπία της που απλώνονται μπροστά μας διαρκώς, δεν είναι παρά νέα κι άγνωστα πεδία δράσης. Το καθένα κρύβει τα δικά του μυστικά και τις δικές του προκλήσεις. Ο ποιητής ζητά ένα άνοιγμα στο αίνιγμα. Αναζητά μια διέξοδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει για να τη βρει. Από την άλλη, (για να συνεχίσουμε τον δικό του συλλογισμό), ποιος μας εγγυάται ότι αυτό το άνοιγμα, αυτό το τούνελ, θα μας βγάλει σε κάποιο μέρος πολύ καλύτερο απ’ αυτό που θέλουμε ν’ αφήσουμε πίσω μας; Κάποτε είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τη ζωή. Τα θαύματά της βρίσκονται μπροστά στα πόδια μας, όμως, ή μένουν τελείως αθέατα, γιατί κανείς δεν έχει μάτια να τα δει, ή  απομένουν πάντα ασαφή, αφού δεν θα συμφωνήσουμε οριστικά, ούτε στα πιο απλά ζητήματα. Ο ποιητής λέει πως τα σύννεφα φέρνουν λιακάδα κι αυτό κάνει το τοπίο του δυσανάγνωστο. Παρόλα αυτά, μπορούμε να σκεφτούμε πως τα σύννεφα είναι άρρηκτα συνδεμένα με την έννοια της λιακάδας, γιατί αν δεν τα είχαμε γνωρίσει ποτέ, πώς θα γιορτάζαμε την ξαφνική τους απομάκρυνση;

Στο δικό του δυσανάγνωστο τοπίο τα πουλιά είναι ριζωμένα, ενώ τα δέντρα και κινούνται και πετούν. Ο ποιητής εδώ απλώς παραθέτει γόνιμο προβληματισμό πάνω στις εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας, αφού είναι πια γνωστό πως δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα. Τελικά ποιο είναι το πιο όμορφο τοπίο; Θα έλεγα πως είναι αυτό που κερδίσαμε γιατί είχαμε την τόλμη να αναρωτηθούμε, να ανησυχήσουμε, να περιπλανηθούμε, να αμφισβητήσουμε, να προχωρήσουμε, να τρυπώσουμε σε μαγικά λαγούμια σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Κάτι έλειπε

Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο

ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος

ήταν η μόνιμη απουσία του απ’ την εικόνα

ήταν οι αλλαγές που θα συνέβαιναν στο μέλλον

αυτά που θα ρχονταν αύριο και μεθαύριο

αυτά που θα συνέβαιναν σε ένα χρόνο

αυτά που θα συνέβαιναν σε χίλια χρόνια.

 

Ωραίο να το λες, ωραίο να το γράφεις

αλλά οι λέξεις δεν κινούνται στο χαρτί

ωραίο να νομίζεις πως προβλέπεις

πως μόνο εσύ γνωρίζεις τη συνέχεια

αλλά το μέλλον είναι άδηλο

το χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές

το μέλλον είναι πάντα άδηλο

ούτε η συνέχεια δε γνωρίζει τη συνέχεια

και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί

ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας

ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό.

Να λοιπόν τι λείπει από το πιο ωραίο τοπίο! Λείπει η διάρκεια! Πάντα θα λείπει η διάρκεια! Ο άνθρωπος πάντα θα παλεύει με τον χρόνο. Ποτέ δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με την ιδέα της φθοράς. Ο χρόνος θα είναι πάντα το μόνο αληθινό αγαθό στα χέρια του ανθρώπου κι ο μόνος αληθινός του εχθρός.

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

[*Το εκτενές δοκίμιο του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal, 14.6.2023]

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

«Ένα βιβλίο ένα ταξίδι» (συνέντευξη)

Ο Στέλιος Λουκάς, στην εκπομπή του «Ένα βιβλίο ένα ταξίδι» [την πρώτη και μακροβιότερη εκπομπή για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που προβάλλεται ανελλιπώς από το 1992 από τη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης (TV100)], συνομιλεί με τον Διονύση Στεργιούλα για το σύνολο του συγγραφικού του έργου.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την τηλεοπτική εκπομπή εδώ.