Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ 
Η διαθήκη μου
"Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ".
Μ. Κατσαρός

Είδα τον Μιχάλη Κατσαρό να στέκεται όρθιος ανάμεσα στα ερείπια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η φωνή του ήταν γεμάτη εκρήξεις και οι στίχοι του καθόριζαν το περιεχόμενο του όρου ποίηση. Κρατούσε στο αριστερό χέρι του ένα βιβλίο με τίτλο Κατά Σαδδουκαίων· μία ποιητική συλλογή που θα άφηνε έκθετη στο δάσος ανάμεσα σε χιλιάδες δέντρα. Ψιθύρισε λίγα λόγια που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει. Κανείς δεν ήξερε πώς μεταφράζεται η γλώσσα των παιδιών ή των πουλιών. Κανείς δεν ήθελε ν΄ ακούσει τη γλώσσα ενός ερημίτη της λογοτεχνίας. Έτσι εκείνος συνέχισε τον δρόμο του και η κοινωνία τον δικό της δρόμο. Έτσι τα λόγια πέσανε στο χώμα, που όμως ήταν υγρό χώμα του φθινοπώρου. Την άνοιξη, στο ίδιο σημείο, είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων.

«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμασε το εμβληματικό ποίημα που αγαπήθηκε όσο ελάχιστα άλλα ελληνικά ποιήματα. Οι συνειρμοί που μπορεί να κάνει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το, φτάνουν πολύ μακριά. Στο ποίημα αυτό η λέξη και η έννοια αντίσταση δεν ορίζονται μόνο ως πάλη εναντίον της άρχουσας τάξης, όπως θα ήθελαν οι δογματικοί κομμουνιστές τότε και σήμερα, αλλά και ως πάλη εναντίον εκείνης της νοοτροπίας που μας κάνει σκλάβους πλαστών επιθυμιών, με αποτέλεσμα να χάνουμε τη ζωή μας και τον χρόνο μας προσπαθώντας να τις ικανοποιήσουμε.

Ο Κατσαρός είχε αντιληφθεί αυτό που σήμερα μοιάζει κοινός τόπος, ότι ο καπιταλισμός –η παγκόσμια θρησκεία της εποχής μας– καλλιεργεί και μεγεθύνει τα «ταπεινά ένστικτα» των ανθρώπων, όπως η μεγαλομανία, ο συντηρητισμός, ο εγωκεντρισμός, η επίδειξη, η δουλοπρέπεια απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, ο χωρίς νόημα ανταγωνισμός με τους συνανθρώπους μας. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί, υπέρ μιας ασήμαντης μειοψηφίας του πληθυσμού, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, το μέγιστο αποτέλεσμα εις βάρος των προσώπων και των λαών.

Η βαθμιδωτή δομή της εξουσίας, αλλά και της κοινωνίας σε όλους σχεδόν τους τομείς, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι εάν κάποιος ανεβεί ένα σκαλί, θα αλλάξει η ζωή του. Προσπαθώντας όμως να ανέλθει στην κοινωνική ιεραρχία, γίνεται άθελά του θύμα και ταυτόχρονα καύσιμη ύλη ενός απάνθρωπου μηχανισμού, παίρνοντας ως μοναδικό αντάλλαγμα διαρκώς και περισσότερη τροφή για τη ματαιοδοξία του, δηλαδή όλο και μικρότερη ικανοποίηση από την πραγματική ζωή, μία κατάσταση που φτάνει συχνά στην απόσυρση από την πραγματικότητα και στην αντικατάστασή της με φαντασιακές εμμονές. Το κυνήγι της κοινωνικής αναγνώρισης και ανέλιξης είναι ένας σίγουρος δρόμος για την απομάκρυνση από τη φύση μας, ένας σίγουρος δρόμος για την αλλοτρίωση.

Αλλά και η λέξη «ελευθερία» χρησιμοποιείται εδώ με ιδιαίτερη σημασία, που παραπέμπει ακόμη και στις ιδέες του πλατωνικού Σωκράτη. Αν δεν αντισταθούμε στις δικές μας αντικοινωνικές παρορμήσεις (που έχουμε διδαχθεί να τις θεωρούμε ή να τις ονομάζουμε «κοινωνικότητα»), δεν πρόκειται να αλλάξουμε όχι μόνο τον κόσμο αλλά ούτε τον μικρόκοσμο γύρω μας. Μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν στις κοινωνίες τους τη χαμένη ελπίδα.

Εδώ και καιρό στη σκέψη μου αυτό το ποίημα έχει συνδεθεί με το ποίημα του Καβάφη «Δυνάμωσις», που ο ίδιος δεν είχε δημοσιεύσει όσο ζούσε, αλλά το κρατούσε στο αρχείο του. Μεταφέρω τους δύο πρώτους στίχους:
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.

(Διονύσης Στεργιούλας / Ελευθεροτυπία, Σάββατο 12-2-2011, ένθετο "Βιβλιοθήκη")