Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011


Ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει ακόμη

Θεωρούσα πάντα το ποιητικό έργο του Νίκου Καββαδία εξαιρετικά σημαντικό, από όποια οπτική γωνία και αν το έβλεπε κανείς. Μία τόσο μεγάλη απήχηση σε βάθος τόσων δεκαετιών και μία ευρύτατη αποδοχή από ανθρώπους όλων των ηλικιών, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο, δεν μπορεί να οφείλονται σε τυχαίους παράγοντες. Κυρίως όμως μου έκανε εντύπωση η προσωπική σχέση που συνήθως αναπτύσσει ο αναγνώστης με τα ποιήματα αυτά και με τον μύθο που υπηρετούν, τον μύθο της θάλασσας, του ταξιδιού και της αναζήτησης. Πρόκειται για μία ιδέα παγκόσμια και διαχρονική, που ο Carl Jung θα ονόμαζε «αρχέτυπο». Ο Καββαδίας, μιλώντας για φανταστικά ή πραγματικά ταξίδια, μάς κάνει κοινωνούς αυτής της αρχέτυπης δομής και μας υποβάλλει έμμεσα την ακόμη ευρύτερη ιδέα της άνευ όρων ελευθερίας, της μόνης αίσθησης που μπορεί δυνητικά να υπερβεί τις «θολές γραμμές των οριζόντων».

Όμως η ποίηση του Καββαδία δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Υπάρχουν μέσα της ένα μεγάλο υπόβαθρο γνώσεων, μία πλανητική «βάση δεδομένων» που εκδηλώνεται με ποικίλες αναφορές, ένα τεράστιο απόθεμα ποιητικής αντίληψης, ταλέντου και τεχνικής και ένας πλήρης έλεγχος του γλωσσικού υλικού. Εάν οι ιδέες και οι εικόνες των ποιημάτων του δεν συνδυάζονταν ιδανικά με την πολυεπίπεδη γλώσσα του και το ιδιαίτερο ύφος, θα είχαμε απλώς να κάνουμε με έναν ακόμη ποιητή που επηρεάστηκε από τον Κώστα Ουράνη.

Στην μελέτη του με τίτλο Ξαναδιαβάζοντας τον Νίκο Καββαδία (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2010) ο Χρήστος Δανιήλ μας θυμίζει ότι οι κορυφαίοι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας παραγνώρισαν την αξία του Καββαδία, με αποκορύφωμα τον Λίνο Πολίτη, που δεν αναφέρει καν το όνομα του ποιητή στη δική του Ιστορία. Σε μια περίοδο που ανθίζει ο μοντερνισμός και ανοίγονται νέοι δρόμοι στη λογοτεχνική έκφραση, ο Καββαδίας επιμένει στην παραδοσιακή στιχουργική των ποιημάτων του, δεν γράφει σαν διανοούμενος, έχει απαλλαχτεί από τα στερεότυπα που ακολουθούν έναν άνθρωπο των γραμμάτων.

Ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι η ποίηση του Καββαδία δεν μπορεί να ενταχθεί εύκολα σε σχολές και σχήματα, αφού είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή και μοντέρνα, προϊόν της εποχής της αλλά και έξω από την εποχή της. Ο κάθε κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας δίνει τη δική του ερμηνεία στο αίνιγμα Καββαδίας και τον εντάσσει στο δικό του σχήμα. Την ένταξη σε συγκεκριμένο γραμματολογικό σχήμα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η διαφοροποίηση που παρατηρείται στο έργο του ποιητή μέσα στον χρόνο, κυρίως σε σχέση με τους εκφραστικούς τρόπους, αφού η συλλογή Μαραμπού διαφέρει από το Πούσι και το Τραβέρσο.

Στο δεύτερο μισό του βιβλίου ο Δανιήλ μελετά αυτό καθεαυτό το ποιητικό έργο του Καββαδία διασαφηνίζοντας διάφορες άγνωστες ή σκοτεινές πτυχές του ή καθιστώντας πιο οικείες και κατανοητές κάποιες από τις διαστάσεις του περιεχομένου του, όπως η ανθρωπογεωγραφία του ποιητή, η αποδοχή της ετερότητας, η χρήση των τοπωνυμίων, η σχέση με τα δημοτικά τραγούδια.

Το «παγκοσμιοποιημένο χωριό», αποτέλεσμα της επανάστασης υψηλής τεχνολογίας και του διαδικτύου, είχε ήδη πραγματωθεί στην ποίηση του Καββαδία από τη δεκαετία του 1930. Η αναζήτηση του εσωτερικού ανθρώπου, ο προσανατολισμός του στην ανθρωπότητα και η ταυτόχρονη άρνηση κάθε μορφής εθνοκεντρισμού, σε συνδυασμό με το προκλητικά ξεχωριστό ταλέντο του, υπήρξαν ίσως λόγοι που η αξία του δεν αναγνωρίστηκε από τους ομοτέχνους του και από τους ανθρώπους του λογοτεχνικού κατεστημένου του καιρού του, στο βαθμό που θα άρμοζε σε έναν ποιητή αυτού του μεγέθους. Αυτά όμως είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Εξάλλου ο Καββαδίας αγαπήθηκε από το μεγάλο κοινό όσο το πολύ τρεις-τέσσερις άλλοι Έλληνες ποιητές του εικοστού αιώνα.

Από τα σχόλια των διαφόρων μελετητών για τον ποιητή, που συνάντησα στο βιβλίο, κρατάω την άποψη του Ανδρέα Καραντώνη, που υποστηρίζει ότι ο Καββαδίας «είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του το διπλανό του. Δεν είναι καθόλου νάρκισσος, όπως όλοι σχεδόν οι άλλοι, μα το εναντίο, σβήνει το εγώ του μπροστά στους άλλους». ΔΣ

[Διονύσης Στεργιούλας, περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 154, 2011, σ. 147-148]