Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΚΩΤΤΑ
με στίχους του Διονύση Στεργιούλα

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

 

ΌΣΑ ΕΙΠΕΣ ΦΤΑΝΟΥΝ

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013


ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (ποίημα)

Σε κάποιες από τις μετακινήσεις του από πόλη σε πόλη, ακόμη και στο ταξίδι του προς την Ελλάδα με πλοίο, μυστικοί πράκτορες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ακολουθούσαν τον Ανδρέα Κάλβο. Είχαν πάρει εντολή να μελετούν διεξοδικά την αλληλογραφία του και να καταγράφουν κάθε ύποπτη ενέργεια, κάθε συνάντηση και κάθε συνομιλία του. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι: οι ποιητές θα αμφιβάλλουν για την κάθε τους λέξη και το κάθε τους βήμα, σίγουροι για τη ματαιότητα των λόγων και των έργων τους, και οι μισθοδοτούμενοι των τυράννων θα παρακολουθούν από τη σκιά, σίγουροι ότι προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. ΔΣ

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ναγκίμπ Μαχφούζ: Το έπος των Χαραφίς

Naguib Mahfouz: The Harafish (1977) 

Στο «Έπος των Χαραφίς» ο Ναγκίμπ Μαχφούζ ξεδιπλώνει την ιστορία του άλλοτε με ρυθμούς ταχύτατους και άλλοτε σχετικά αργούς, αναφερόμενος συχνά στον χρόνο, που ανακυκλώνει στη ροή του τα πάντα και φέρνει τη λήθη. Γράφει: «Ακόμη και στα απόρθητα οχυρά της καρδιάς εισβάλλει βίαια ο χρόνος».

Ο ήρωάς του, ο Ασούρ, μόλις γεννήθηκε εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του και μεγάλωσε κοντά σε έναν σοφό και πιστό άνθρωπο. Όταν αναγκάστηκε να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, απέρριψε τον εύκολο δρόμο της βίας και του κακού, που θα του εξασφάλιζε υλικά αγαθά χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ο Ασούρ και κάποιοι από τους απογόνους του -το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μια περίοδο τεσσάρων αιώνων- χρησιμοποιούν τη δύναμη και τις ικανότητές τους για να προστατέψουν τους φτωχούς κι ανήμπορους κατοίκους της γειτονιάς των Χαραφίς, με αποτέλεσμα να προκαλούν την έχθρα των αρχόντων, που ως τότε δρούσαν ανενόχλητοι.

Οι ήρωες του Μαχφούζ συχνά λειτουργούν μη συνειδητά, σαν να μην αποφασίζουν αυτοί αλλά κάποιες άγνωστες δυνάμεις της μοίρας ή του υποσυνειδήτου τους. Παρά την αναμφίβολη πίστη των περισσοτέρων στον Θεό, που την αποδεικνύουν έμπρακτα κάθε στιγμή, όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ερωτικό κάλεσμα υπακούνε σ’ αυτό, ακόμη και αν πρόκειται να συγκρουστούν με τις ηθικές αντιλήψεις της ζηλόφθονης γειτονιάς και τη βίαιη κριτική της. Ο Ασούρ εγκαταλείπει την ηλικιωμένη γυναίκα του, που του έχει χαρίσει τρία παιδιά, για να παντρευτεί τη νεαρή πόρνη του καπηλειού. Με ανάλογο τρόπο λειτουργούν και αρκετοί από τους απογόνους του. Είναι οι στιγμές που η καρδιά νικά τη λογική. «Τι δύναμη έχει ο άνθρωπος όταν τον προστάξει η καρδιά του;» αναρωτιέται ο Σλιμάν όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα.

Ο Μαχφούζ γράφει για την αιώνια σύγκρουση του καλού με το κακό, για τον Θεό και για εκείνους που τον υπηρετούν, για τη βία, για τις μεθόδους της εξουσίας, δηλαδή για θέματα που απαιτούν λεπτούς χειρισμούς από την πλευρά του συγγραφέα, αφού μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε πεζότητα και διδακτισμό. Ωστόσο, αποφεύγει κάθε σκόπελο και αξιοποιεί αυτή τη θεματολογία, που υπερβαίνει τόπους και εποχές, προς όφελος της τέχνης του και των αναγνωστών του. Σχηματοποιεί με αδρές γραμμές τους χαρακτήρες του, θεωρεί τη ζήλια και τη χαιρεκακία γνωρίσματα όλων -ή σχεδόν όλων- των ανθρώπων και συνδέει στις περισσότερες περιπτώσεις τους πλούσιους με το κακό, την εκμετάλλευση και την καταπάτηση κάθε έννοιας ηθικής και δικαίου. «Τα όνειρα των χορτασμένων είναι εφιάλτες», γράφει. ΔΣ

[Αναδημοσίευση από το περιοδικό Best seller, τχ. 18, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 78]

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013


Δημήτρης Λαλέτας - Dimitris Laletas

Έργα του ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα εκτίθενται στην Αίθουσα της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (16 Σεπτεμβρίου - 12 Οκτωβρίου 2013). Τίτλος της έκθεσης: «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΛΕΤΑΣ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ – ΑΘΗΝΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ».

Ο Δημήτρης Λαλέτας γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη στις 14 Οκτωβρίου του 1964 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 31 Μαρτίου του 2011. Από το 1990 ζούσε στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος του βιβλιοπωλείου και των εκδόσεων Οδός Πανός. 

Με αφορμή την έκθεση κυκλοφόρησε μία δίγλωσση έκδοση με κείμενα φίλων του και φωτογραφίες έργων του. Τα κείμενα υπογράφονται από τους: Γιώργο Χρονά, Χάρη Μεγαλυνό, Ερρίκο Σοφρά, Γιάννη Γκούμα (ποίημα), Δήμητρα Χοΐδου, Διονύση Στεργιούλα, Κώστα Ι. Σπυριούνη, Δημήτρη Καραμβάλη. Οι μεταφράσεις στα αγγλικά έγιναν από τον Γιάννη Γκούμα. Artwork καταλόγου: Πέτρος Παράσχης.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013


Μελετώντας την απο-σύνθεση
(Philip Roth, Patrimony: A True Story)

Άλλο ένα βιβλίο στο οποίο ο Philip Roth ασχολείται με τη διάλυση ενός ανθρώπου. (Ή με άλλα λόγια: πώς η πορεία προς τον θάνατο ξεκινά μέσα από τη ζωή, στην αρχή με δειλά βήματα και αναιτιολόγητες ενοχλήσεις και με τον καιρό με την επιταχυνόμενη απορρύθμιση και αποσύνθεση των μερών που αποτελούν το βιολογικό σύμπαν του σώματος). Η διάλυση, που σε κάποιο χρονικό σημείο παίρνει, όπως στα κτίρια, τη μορφή κατάρρευσης, στην παρούσα περίπτωση αφορά τον ηλικιωμένο πατέρα του, που από πρότυπο δύναμης και αγωνιστικότητας μετατρέπεται, λόγω της κατάστασης της υγείας του, σε αδύναμο άνθρωπο, που μόνο ο θάνατος μπορεί να λυτρώσει. 

Ο συγγραφέας, πρώτα ως θεατής και στη συνέχεια ως κεντρικό πρόσωπο και ο ίδιος της «αληθινής ιστορίας», καταγράφει πραγματικά γεγονότα, ανθολογημένα από την πορεία μιας οικογένειας, της οικογένειάς του, μέσα στον εικοστό αιώνα. Όπως σε κάθε βιβλίο του, εντάσσει στην αφήγηση σελίδες για θέματα που φαινομενικά δεν σχετίζονται άμεσα με την κεντρική ιστορία: αγώνες φούτμπολ, πυγμάχοι της Αμερικής, η συζήτηση με έναν ταξιτζή, κάποιες αναφορές στον πρόεδρο Ronald Reagan, ένα επεισόδιο με τον φασίστα γείτονα. Μέσα από τέτοιου είδους σύντομες αναφορές, παρεκβάσεις και παρενθέσεις, που έχουν ένα ειδικό βάρος στη δομή και στην οικονομία του βιβλίου, δίνεται σχηματικά και σχεδόν διαισθητικά η εικόνα του ιστορικού, κοινωνικού, και πολιτισμικού πλαισίου που περιβάλλει τον κύριο αφηγηματικό άξονα.

Ο Roth, μιλώντας για την ασθένεια και τις αξονικές τομογραφίες του εγκεφάλου του πατέρα του, κάνει μία τομογραφία στην εβραϊκή κοινότητα των ΗΠΑ, στον τρόπο σκέψης των μεταναστών και των ανθρώπων του μόχθου γενικότερα, και κυρίως στις μεταβολές των σχέσεων και των ρόλων μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όταν τα παιδιά μεγαλώσουν.

Προσπαθεί να μην παρεμβαίνει με τις απόψεις του στη ροή της αφήγησης, ακόμη και όταν εμπλέκεται και ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο στα γεγονότα, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν καίρια για τον ίδιο και για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο ζητήματα, όπως ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός και οι διακρίσεις εξαιτίας της καταγωγής ή της θρησκείας.

Το βιβλίο, όσο απλή και περιορισμένη και αν μοιάζει η θεματολογία του, είναι πολυδιάστατο και αντιπροσωπεύει επαρκώς και τον Philip Roth και τη λογοτεχνική δημιουργία της χώρας του. Εκτός από την ικανότητα του συγγραφέα και τις αφηγηματικές του τεχνικές, οι μικρές αλλά ουσιαστικές δόσεις χιούμορ συντελούν σε αυτό. ΔΣ


[Philip Roth, Πατρική κληρονομιά. Μια αληθινή ιστορία, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2012, μετάφραση Τάκης Κιρκής (Patrimony: A True Story, Simon & Schuster, 1991)]

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Το αφιέρωμα του περιοδικού «O Κύκλος» 
στον Κ. Π. Καβάφη

Το αφιερωμένο στον Καβάφη τεύχος του περιοδικού «Ο Κύκλος»[1], που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1932, θεωρείται «σημαντικός σταθμός στην καβαφική βιβλιογραφία και πρώτο ουσιαστικό αφιέρωμα στον Αλεξανδρινό»[2]. Είχαν προηγηθεί σχετικά κείμενα δημοσιευμένα σε πλήθος περιοδικών και εφημερίδων και δύο άλλα εκτενή αφιερώματα: στο γαλλόφωνο περιοδικό του Καΐρου «La Semaine Egyptienne» (1929)[3] και στη «Νέα Τέχνη» του Μάριου Βαϊάνου (1924)[4], που ήταν χρονολογικά το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα στον ποιητή. Το αφιέρωμα της «Νέας Τέχνης», παρά τις δεκάδες συνεργασίες ηχηρών ονομάτων και τα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, είχε έναν χαρακτήρα αποσπασματικότητας και επιφανειακής προσέγγισης του καβαφικού έργου. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανθολόγιο γνωμών για τον Καβάφη, ενώ και στις προθέσεις του εκδότη δεν φαίνεται να ήταν η εμβάθυνση στο έργο του ποιητή, αλλά η προβολή και η καθιέρωση αυτού του έργου στη συνείδηση των αναγνωστών ως του σημαντικότερου πνευματικού επιτεύγματος που είχε να επιδείξει ο ελληνισμός, τουλάχιστο κατά το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα. 

Η σχεδόν χωρίς όρους αποδοχή διαπερνά και το αφιέρωμα του «Κύκλου», όμως εδώ τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Δεν υπάρχει απλή παράθεση γνωμών αλλά μελέτες από κριτικούς και ποιητές, που οι περισσότεροι είχαν γνωρίσει προσωπικά τον Καβάφη και είχαν συνομιλήσει μαζί του για το έργο του. Μέσα στα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν, το καβαφικό έργο δεν χαρακτηρίζεται πλέον «ιδιόρρυθμο» με την ευκολία που αυτό συνέβαινε στο παρελθόν και ο ποιητής αναγνωρίζεται αυθόρμητα από πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων ως ο κορυφαίος έλληνας λογοτέχνης της εποχής του. Ταυτόχρονα, οι εχθροί του ποιητή κάνουν κάθε τόσο αισθητή την παρουσία τους με επιθετικά δημοσιεύματα, που αφορούν είτε τον ίδιο είτε το έργο του.

Το αφιέρωμα ετοιμάστηκε την περίοδο που ο Καβάφης είχε επισκεφτεί την Αθήνα για λόγους υγείας και τυπώθηκε λίγο μετά την αναχώρησή του για την Αλεξάνδρεια. Όλοι οι συνεργάτες του τεύχους είναι νέοι, κατά πολύ νεότεροι από τον Καβάφη, με ηλικίες από είκοσι πέντε έως τριάντα έξι ετών. Η μεγάλη επίδραση του έργου του στους νέους της Αθήνας είχε προκαλέσει εντύπωση και στον ίδιο τον ποιητή[5].

Στο πρώτο κείμενο του αφιερώματος («Μερικές ακόμα εντυπώσεις από το έργο του Καβάφη», σ. 65-68) η κριτικός Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη, 1896-1971), δεύτερη σύζυγος του ποιητή Κώστα Ουράνη, εκφράζει με συνοπτικό τρόπο και σε όλους τους τόνους τον απεριόριστο θαυμασμό της στον ποιητή. Τον χαρακτηρίζει μεγαλοφυΐα και θεωρεί ότι το ποίημα Περιμένοντας τους Βαρβάρους είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας ποίησης, που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στο Μεθυσμένο καράβι του Rimbaud και στο Κοράκι του Poe. Γράφει ακόμη ότι η μετάφραση του καβαφικού έργου σε ξένες γλώσσες, τουλάχιστο στα αγγλικά και γαλλικά, που γνώριζε και ο ποιητής, θα λειτουργούσε για το διεθνές κοινό σαν μία αποκάλυψη. Δεν είναι απίθανο κάποιες από τις απόψεις που διατυπώνονται στο κείμενο να απηχούν σκέψεις του ίδιου του Καβάφη, μια και η κριτικός αναφέρεται σε συνομιλίες που είχε μαζί του.

Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί στη διάρκεια της ανάγνωσης ότι δεν διαβάζει ένα κριτικό κείμενο αλλά έναν ύμνο στον αλεξανδρινό ποιητή. Το υμνητικό ύφος του κειμένου είναι τέτοιας έκτασης και έντασης, που ακόμη και στην ίδια την κριτικό προκαλείται αμηχανία. Στο υστερόγραφο, που προσθέτει μετά την υπογραφή της, γράφει απολογητικά: «Οι λίγες αυτές γραμμές δεν έχουν την αξίωση κριτικής μελέτης. Θέλησα μόνον να ξαναεπαναλάβω τον άπειρό μου θαυμασμό για το έργο του Καβάφη και κάπως με απλές υποδείξεις να τον δικαιολογήσω». Την ίδια περίοδο κείμενα για τον ποιητή γράφει και ο Κώστας Ουράνης, ενώ κατά το διάστημα της διαμονής του Καβάφη στην Αθήνα το ζεύγος οργάνωσε δεξίωση προς τιμήν του[6]. Ο τρόπος προσέγγισης του καβαφικού έργου από την Ελένη Ουράνη, με την άνευ όρων αποδοχή και τον ανυπόκριτο θαυμασμό, αποτέλεσε τις επόμενες δεκαετίες κοινό τόπο στις καβαφικές μελέτες.

Ο Κ. Θ. Δημαράς (1904-1992) συμμετέχει στο αφιέρωμα με ένα εκτενές κείμενο για τον Καβάφη, που έχει τίτλο: «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης» (σ. 69-86). Ασχολείται με την αισθητική διάσταση, την τεχνική και τις πηγές της έμπνευσης των ποιημάτων του Καβάφη και κάνει μία παρατήρηση που αργότερα θα υιοθετήσουν ο Γιώργος Σεφέρης (εν μέρει) και κυρίως ο Στρατής Τσίρκας και ο Γ. Π. Σαββίδης: «Πιστεύω ότι κάθε ποίημα του κ. Καβάφη έχει –συνειδητό, επαναλαμβάνω, και όχι ασυνείδητο– κίνητρο ένα προσωπικό περιστατικό του ποιητή, που κάποτε αποκαλύπτεται πιο εύκολα, κάποτε πιο δύσκολα, αλλά που η προσεκτική μελέτη θα μπορούσε πάντα να φέρει σε φως» (σ. 71). Στο πλαίσιο αυτής της άποψης, η ποίηση του Καβάφη χαρακτηρίζεται «ποίηση αναδρομών, αναπλάσεων περισσότερο παρά ποίηση αισθημάτων και συναισθημάτων» (σ. 80). Με βάση αυτές και άλλες παρατηρήσεις (όπως ότι «συνήθως στα ποιήματα του κ. Καβάφη συμβολίζεται η μονήρης επανάληψη της ερωτικής απολαύσεως») αναλύει κάποια από τα ερωτικά του ποιήματα παραθέτοντας αποσπάσματά τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εστιάζει και στον τρόπο χρήσης συγκεκριμένων λέξεων, όπως της λέξης «επέστρεφε». Προς το τέλος της μελέτης κάνει μία ακόμη σημαντική παρατήρηση, σχετική με την καβαφική ειρωνεία. Αρνείται την ύπαρξη ειρωνείας και μιλά για «ηθοποιία», ενώ κλείνοντας το κείμενο υποστηρίζει ότι η χριστιανική πίστη του Καβάφη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Καβάφη, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του ποιητή, ο Δημαράς δημοσιεύει μελέτη με τίτλο «Η “ηθοποιία” του Καβάφη», που αποτελεί συνέχεια της συνεργασίας του στο αφιέρωμα του «Κύκλου»[7].

Ο Τ. Κ. Παπατζώνης (Τάκης Παπατσώνης, 1895-1976) χαρακτηρίζει στο κείμενό του («Συμβολή σε κριτική του έργου του κ. Καβάφη», σ. 87-93) τον Καβάφη ως «τον μοναδικό ποιητή παγκόσμιας αξίας, που κατόρθωσε να γεννήσει ο ελληνισμός, ύστερ’ από τέτοιες προσμονές» (σ. 88). Στη συνέχεια, αφού καταγράφει τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά την προσπάθεια προσέγγισης και κατανόησης του καβαφικού έργου, προτείνει, ως μόνη μέθοδο που μπορεί να έχει αποτελέσματα, την ψυχαναλυτική. Το χαρακτηρίζει «έργο άκρατου υποκειμενισμού, και τόσο πιο άκρατου, όσο προσπαθεί να παίρνει μορφή αντικειμενικότητας» (σ. 89). Δεν δέχεται τον διαχωρισμό των ποιημάτων του Καβάφη σε «ιστορικά, φιλοσοφικά και αισθησιακά» και φέρνει συγκεκριμένα παραδείγματα ποιημάτων, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε περισσότερες από μία κατηγορίες. Το κείμενο του Παπατσώνη είναι γραμμένο από ποιητή για άλλο ποιητή, από ποιητή για ομότεχνό του, παρά την εν μέρει φιλολογική του διάσταση. Φαίνεται ακόμη πιθανό ότι ο Παπατσώνης, μιλώντας για τον Καβάφη, προβάλλει στοιχεία που θα αναπτύξει αργότερα στο δικό του έργο.

Ο Ι. Α. Σαρεγιάννης (1898-1962) συμμετέχει στο τεύχος με ένα σύντομο κείμενο που έχει τίτλο: «Σχόλια στο ποίημα του Καβάφη Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» (σ. 94-97). Στην εισαγωγή γράφει ότι τον Καβάφη πολλοί τον γνωρίζουν από τα ποιήματα της πρώτης περιόδου, όπως «Τα τείχη», «Η Πόλις» και «Τα κεριά», που είναι ποιήματα υποκειμενικά και κινούνται σε ένα μόνο επίπεδο. Τα ποιήματα αυτά, σχολιάζει, δεν μπορούν «να συγκριθούν με τα τελευταία του, τ’ αντικειμενικά του, που έχουν τρεις αν όχι και τέσσερις διαστάσεις» (σ. 94). Ακολουθεί μία τυπική και αναμενόμενη, αλλά και ιδιαίτερα προσεγμένη και αναλυτική, προσέγγιση του ποιήματος «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», που το χαρακτηρίζει «δράμα απομονώσεως». Το κείμενο αυτό του Σαρεγιάννη εντάχθηκε, μαζί με άλλες μελέτες του, στο βιβλίο Σχόλια στον Καβάφη, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του (Ίκαρος, 1964) με πρόλογο του Γιώργου Σεφέρη και εισαγωγή του Ζήσιμου Λορεντζάτου.

Ο Μ. Σπιέρος (άλλα ψευδώνυμα Νικόλας Κάλας και Νικήτας Ράντος, πραγματικό όνομα Νικόλαος Καλαμάρης, 1907-1988) συμμετέχει στο αφιέρωμα με την πιο εκτενή συνεργασία («Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο», σ. 98-126). Από την αρχή του κειμένου αναφέρεται στην ποίηση ως φαινόμενο κοινωνικό, που συνδέεται πολλαπλώς με την ιστορία, την πολιτική και τις ταξικές ισορροπίες. Μιλά για «αστική διανόηση» και προσπαθεί έμμεσα ή άμεσα να εντάξει σε αυτό τον όρο κάποιες από τις διαστάσεις ή κάποια από τα θέματα της ποίησης του Καβάφη, όπως το «αίσθημα της αποτυχίας». Γράφει: «Εάν η ελληνική αστική τάξη δεν βρήκε υμνητή στην άνοδό της – (επειδή δεν υπήρχε υλικό για ύμνο) βρήκε όμως άνθρωπον να εκφράσει την παρακμή της» (σ. 103). Χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εκτός από «ποιητή της αποτυχίας», «ποιητή του Ελληνισμού» και σημειώνει: «Και το θέμα του Ελληνισμού είναι από εκείνα που μπορούν να εμπνεύσουν έναν μεγάλο ποιητή. Ο Ελληνισμός όπως μας είναι γνωστός από την Ομηρική παράδοση ως την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ως σήμερα, παρ’ όλες τις τεράστιες αλλοιώσεις που τα γεγονότα τόσων αιώνων του επιφέρανε παρουσιάζει αναντίρρητα στοιχεία συνοχής» (σ. 101). Δικαιολογεί τη γλώσσα του Καβάφη και μιλά για «στενοκεφαλιά του Ψυχάρη», που τον έκρινε αρνητικά εξαιτίας των γλωσσικών του επιλογών. Ο Καβάφης, για τον Μ. Σπιέρο, συντελεί «πιο πολύ από κάθε άλλον καλλιτέχνη […] στη λύση του γλωσσικού προβλήματος κατά τρόπον “πραγματικό” (pragmatique)» (σ. 104). Χρησιμοποιεί όρους της ψυχανάλυσης για να εξηγήσει τη θέση της γυναίκας και του άντρα, αλλά και τον ρόλο των στολιδιών και της ενδυμασίας στο καβαφικό έργο. Θεωρεί τον Καβάφη χριστιανό προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον αυτοκράτορα Ιουλιανό: «Πρέπει κανείς να είναι πολύ φανατικός χριστιανός για να μπορεί στην εποχή μας όταν γράφει για τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό να δείχνεται τόσο μεροληπτικός» (σ. 124). Ο Μ. Σπιέρος, παρόλο που είναι ο μικρότερος σε ηλικία συνεργάτης του αφιερώματος, μόλις είκοσι πέντε ετών, γράφει μία μελέτη με πολλές ουσιώδεις και πρωτότυπες παρατηρήσεις και με ελάχιστες δικές του προβολές, παραπέμποντας διαρκώς σε στίχους και ποιήματα του Καβάφη[8].

Ο Τέλλος Άγρας (1899-1944) θυμάται στο κείμενό του («Καλοί κι αγαπητοί….», σ. 127-133) ότι ήταν από τους πρώτους που μίλησε για τον Καβάφη και στη συνέχεια αναλύει την προσωπική του σχέση με το έργο του ποιητή: πώς το έβλεπε το 1922 και ποια είναι μετά από δέκα χρόνια η στάση του προς αυτό. Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες αναφορές σε συγκεκριμένα ποιήματα ή στίχους. Δεν εστιάζει σε λεπτομέρειες και σε μερικότητες, αλλά αντιμετωπίζει το θέμα του μάλλον «διαισθητικά» και συνολικά. Προσπαθεί να αναζητήσει και να οριοθετήσει τη θέση που κατέχει η ποίηση του Καβάφη ανάμεσα στις διαχρονικές τάσεις της παγκόσμιας ποίησης συμπεραίνοντας ότι «ο Καβάφης είναι ρεαλιστής». Οι παρατηρήσεις του Τέλλου Άγρα έχουν μεγάλο βάθος (παρόλο που το κείμενο μοιάζει να μην έχει δομή και να είναι γραμμένο βιαστικά) και, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, αναλύοντας την ποίηση του Καβάφη είναι σαν να καταγράφει τις συντεταγμένες μιας νέας, άγνωστης έως τότε στους κριτικούς και στο κοινό της ποίησης, αισθητικής θεωρίας. 

Ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης (1899-1978) είναι ο συντάκτης της τελευταίας συνεργασίας του τεύχους («Σχεδίασμα καβαφικής βιβλιογραφίας», σ. 134-139). Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ως αντικαβαφικός και λάτρης του Παλαμά, αποτελεί παραφωνία μεταξύ των συνεργατών του αφιερώματος. Σε επιστολή του προς τον Σεφέρη, μετά από πολύ αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τον Καβάφη, γράφει μεταξύ άλλων: «Η παρέα ωστόσο του “Πυρσού” έχει πάθει παράκρουση μαζί του. Ο Δημαράς, ο Καλαμάρης, ο Παπατσώνης κι άλλοι, κοιλοπονάνε εδώ και τρεις μήνες άρθρα και μελέτες για τον Καβάφη, μαζέψανε και τα σχετικά λεφτά, και βγάζουμε ένα πανηγυρικό τεύχος προς τιμήν του. Στο τεύχος αυτό –μην ξαφνιαστείς– συνεργάζομαι κι εγώ με μία Καβαφική Βιβλιογραφία, που έχω έτοιμη από καιρό, συμπλήρωσα τελευταία, και τη δίνω εκεί γιατί δεν έχω καμιά όρεξη (ούτε και λεφτά) να την τυπώσω ξεχωριστά»[9]. Η βιβλιογραφία αναφέρεται ως «Σχεδίασμα», επειδή ο ίδιος ο Καβάφης είχε πει στον συντάκτη ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει έναν ανάλογο τίτλο, μια και εκτός από τα ευρέως γνωστά, υπήρχαν πολλά ακόμη δημοσιεύματα για το έργο του. Το μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον της βιβλιογραφίας βρίσκεται στις χρονολογίες των δημοσιευμάτων. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι πριν το 1924 ο Καβάφης είναι «βιβλιογραφικά» σχεδόν άγνωστος, ενώ παρουσιάζεται μία έκρηξη στο ενδιαφέρον του κοινού και της κριτικής για το έργο του μετά την κυκλοφορία του αφιερώματος της «Νέας Τέχνης».

Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με την αναδημοσίευση, αμέσως μετά από το «Σχεδίασμα καβαφικής βιβλιογραφίας», οκτώ ποιημάτων του Καβάφη: «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», «Che feceil gran rifiuto», «Επέστρεφε», «Θυμήσου, Σώμα…», «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Ο καθρέπτης στην είσοδο», «Μέσα στα καπηλειά», «Ο Δημάρατος».

Το «Αφιερωμένο στον ποιητή Κ. Π. Καβάφη» τεύχος του περιοδικού «Ο Κύκλος» ανατυπώθηκε πρώτη φορά το 1983 από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) και δεύτερη φορά τον Απρίλιο του 2013, από άλλο αντίτυπο, από τις εκδόσεις Οδός Πανός, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατόν πενήντα χρόνων από τη γέννηση του ποιητή και ογδόντα από τον θάνατό του.
Διονύσης Στεργιούλας


[Η μελέτη γράφτηκε με αφορμή την ανατύπωση του περιοδικού «Ο Κύκλος» τον Απρίλιο του 2013 από τις εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ και κυκλοφόρησε σε ένθετο δίπτυχο μαζί με το ανατυπωμένο τεύχος.]


[1] «Ο ΚΥΚΛΟΣ – ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», «Αφιερωμένο στον ποιητή Κ. Π. Καβάφη», Α’ χρόνος, τόμος Β΄, αρ. 3-4. Διευθυντής: Α. Μελαχρινός. Η αρίθμηση αρχίζει από τη σελίδα 65 και τελειώνει στη σελίδα 144.
[2] Δ. Δασκαλόπουλος, Μ. Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 164.
[3] Ανατυπώθηκε το 1983 από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
[4] «ΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ - ΝΕΑ ΤΕΧΝΗ», τχ. 7-10, Αθήνα, Ιούλιος-Οκτώβριος 1924. Ανατυπώθηκε το 1983 από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ).
[5] Δ. Δασκαλόπουλος, Μ. Στασινοπούλου, στο ίδιο, σ. 164.
[6] Δ. Δασκαλόπουλος, Μ. Στασινοπούλου, στο ίδιο, σ. 162.
[7] Έχω την άποψη ότι ολόκληρο το αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» (τχ. 158, Αθήνα, 15 Ιουλίου 1933), παρότι μεταθανάτιο, θα μπορούσε να θεωρηθεί, σε κάποιο βαθμό, συνέχεια του αφιερώματος του «Κύκλου».
[8] Το κείμενό του Μ. Σπιέρου είναι πιθανό να υποβαθμίστηκε ή και να αγνοήθηκε από τους μεταγενέστερους μελετητές του καβαφικού έργου, σύμφωνα με τον Νίκο Χατζηνικολάου: «Απορίες για την υποδοχή του Nicolas Calas», εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-4-1998.
[9] Δ. Δασκαλόπουλος, Μ. Στασινοπούλου, στο ίδιο, σ. 161.